Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

 Για τον Δημήτρη Κοντομηνά, μου είπε σήμερα κάποιος ότι «Μας έμαθε, εκτός των άλλων, και να ζούμε!» Είναι αλήθεια αυτό αγαπητέ και δεν ήταν αυτονόητο μια εποχή, που ο Κοντομηνάς έφτιαχνε «περιπατητές της υφηλίου», ανώνυμους και άγνωστους, που δεν είχαν περάσει ούτε Ρίο-Αντίρριο και Άρτα-Γιάννενα!!! Ένας άλλος μου είχε πει κάποτε σε ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι, ότι «Έμαθα και κάνω μπάνιο κάθε μέρα πριν βγω...». Ο Κοντομηνάς ΕΚΤΙΖΕ όταν κάποιοι δίπλα του «γκρέμιζαν»... Και μερικοί μέσα στο φως INTERAMERICAN έλαμψαν, αλλά αργά κατάλαβαν ότι ήταν «ετερόφωτοι», όταν σκοτείνιασαν τα πάντα με την απουσία του... «Μη λες ονόματα», που έλεγε και ο Ηλιόπουλος... Έβγαλαν ψωμί από τον Δημήτρη Κοντομηνά πολλοί και αυτός δεν έβγαλε από αυτούς!

Ευάγγελος Σπύρου/ nextdeal

Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

 Το Υπουργείο Εμπορίου (πάλαι ποτέ) αποχαιρετά τον Δημήτρη Κοντομηνά

Το Υπουργείο Εμπορίου (πάλαι ποτέ) αποχαιρετά τον Δημήτρη Κοντομηνά

Εκφράζοντας βαθειά λύπη για τον θάνατο του Δημήτρη Κοντομηνά, εξαιρετικού ανθρώπου και πολυσχιδούς επιχειρηματία θα πρέπει να επισημάνω ως εκ της ιδιότητάς μου για 3 δεκαετίες (1970, 1980, 1990) προϊσταμένης στη Διεύθυνση Εποπτείας των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων του τότε Υπουργείου Εμπορίου, μερικά χαρακτηριστικά ιδιαίτερης προσοχής της προσωπικότητας του ασφαλιστή Δημήτρη Κοντομηνά.

Η απόλυτη προσήλωσή του στην εφαρμογή της κείμενης ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας αναφορικά με κάθε τομέα που ήθελε να επεκτείνει, τις ασφαλιστικές και γενικές χρηματοοικονομικές και όχι μόνο δραστηριότητες του. Και αυτό το γνωστοποιούσε στο σύνολο του δυναμικού της INTERAMERICAN όταν προ(σ)καλούσε τις ομιλίες μου, ως αρμόδιας του κοινοτικού δικαίου, στα ετήσια Συνέδρια της εταιρίας σε Ελλάδα και Κύπρο.

Το διερευνητικό του πνεύμα ως επιχειρηματία αναζητούσε και εφάρμοζε τα άρτι τεκτενόμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τις νέες δυνατότητες του ασφαλιστικού επιχειρείν όπως:

  • Δημιούργησε το πρώτο Αμοιβαίο Κεφάλαιο αυτό της INTERAMERICAN
  • Ίδρυσε την Τράπεζα INTERBANK
  • Ίδρυσε την Τράπεζα NOBA BANK ως θυγατρική της INTERAMERICAN
  • Ίδρυσε την ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗ δια μέσου της INTERAMERICAN
  • Οργάνωσε στόλο Οδικής Βοήθειας INTERAMERICAN ASSISTANCE 
  • Επεκτάθηκε στις τηλεπικοινωνίες - κινητή τηλεφωνία STET ΕΛΛΑΣ

Και δεν θα παραλείψω να στιγματίσω τον σεβασμό του τόσο προς τον μέντωρά του, αείμνηστο Αλέξανδρο Ταμπουρά, όσο και όταν παρουσιάσθηκε το 1970 στους ογκόλιθους της τότε Ασφαλιστικής Εποπτείας αείμνηστους Αρχιμήδη Λύχρο και Διονύσιο Βαρβαρήγο, ενόψει σύστασης της INTERAMERICAN. Νεαρή υπάλληλος ούσα τότε και εντυπωσιάσθηκα από αυτό το στιγμιότυπο...

Με αυτή την πολυδιάστατη επιχειρηματικότητα συνέβαλε στην πρωτοπορία της ιδιωτικής ασφάλισης και δει των ασφαλειών Ζωής στην Ελλάδα.

Αιωνία η μνήμη του. Καλό ταξίδι Μεγαλοασφαλιστή Δημήτρη Κοντομηνά.

Σταματία Ντόντου
Επίτιμη Διευθύντρια Υπουργείου Εμπορίου και Ανάπτυξης


Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Η πρώτη γνωριμία!



Η πρώτη γνωριμία!

Σε όλα τα γήινα υπάρχει αρχή και τέλος χωρίς καμιά εξαίρεση..

Το ταξίδι είναι η ουσία και στο ταξίδι αυτό ο Δημήτρης Κοντομηνάς προσέφερε απλόχερα !!!

Το παρακάτω απόσπασμα του βιβλίου μου,που δεν έχω ακόμη ολοκληρώσει, αναφέρεται στην πρώτη μου γνωριμία με αυτόν τον μεγάλο Άνθρωπο και την μεγάλη μας  Εταιρία!

Κ. Γ. ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ    

 

……Χτυπώ διστακτικά την πόρτα του κυρίου Γιώργου, που από σήμερα θα ήταν ο προϊστάμενος μου και μάλιστα στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής μου πορείας..

«Άνοιξε την πόρτα», μου απαντά με φωνή που μου φάνηκε να έχει ενοχληθεί, «μπες δεν είναι κλειδωμένη, τι διάλο χτυπάς πρωί -πρωί;»  συνεχίζει λίγο πιο έντονα.

Ανοίγω και βλέπω έναν καλοβαλμένο νέο με πλούσια μαύρη κόμη, όμορφο και γλυκό πρόσωπο με έντονα σφιχτά φρύδια, με ανοιγμένη μια αθλητική εφημερίδα, μάλλον πρέπει να ήταν το φως των σπορ, με το φραπέ στο χέρι και με το τσιγάρο αναμμένο στο τασάκι.  Πριν προλάβω να πω καλημέρα και να συστηθώ μου λέει:

«Καλώς τον, καλό ξεκίνημα Κώστα», μου μιλά πολύ φιλικά, λες και γνωριζόμασταν χρόνια, «μου έχει μιλήσει για σένα ο κύριος Βασίλης».

«Έλα κάθισε, να παραγγείλω καφέ;»

«Όχι δεν θέλω», του απαντώ.

«Γιάννη, Γιώργο, Κώστα, Βασίλη ελάτε λίγο εδώ», φωνάζει δυνατά. «Είναι οι συνάδελφοι σου, τους φώναξα για να τους γνωρίσεις, είναι πολύ καλά παιδιά, θα σου μάθουν την δουλειά».

Μπαίνουν στο γραφείο, γίνονται οι απαραίτητες συστάσεις και αρχίζει σιγά-σιγά να μου φεύγει το τρακ. Νέα παιδιά όλοι τους, πάνω- κάτω συνομήλικοι μου, πολύ φιλικοί απέναντι μου, ζωντανοί άνθρωποι που εκπέμπουν θετική ενέργεια και δείχνουν άνθρωποι που θες να είσαι στην παρέα τους.

Στο νου μου αυθόρμητα ήλθε η σκηνή που είχα αποτυπώσει δεκαπέντε μέρες πριν όταν είχα επισκεφθεί το λογιστήριο μιας μεγάλης γνωστής εταιρίας μπισκότων. Έψαχναν για ένα υπάλληλο στο λογιστήριο και ένας θείος μου μεσολάβησε και έκλεισε ραντεβού με τον διευθυντή του λογιστηρίου και τον επισκέφθηκα. Συνάντησα έναν Κεφαλλονίτη, έδειχνε αυστηρός άνθρωπος με παρορμητικό χαρακτήρα, που δεν μπορώ να πω ότι με κέρδισε. Μου πρόσφερε όμως αμέσως την θέση και μου ζήτησε μάλιστα να μείνω λίγο για να γνωρίσω τα κατατόπια της νέας μου δουλειάς όπως μου είπε.

«Α ξέχασα να σου πω και το πιο σπουδαίο! ότι εκτός από το μισθό σου θα έχεις κάθε μήνα και ένα μεγάλο κουτί μπισκότα, προσφορά της επιχείρησης»  και μου λέει την μάρκα. Ήταν  μεγάλο δέλεαρ!  λες και ήξερε ο Κεφαλλονίτης ότι ήταν τα αγαπημένα μου μπισκότα, που μικρός όποτε εξοικονομούσε την μιάμιση δραχμή, ελάχιστες φορές είναι η αλήθεια, έτρεχα να τα αγοράσω.

Φώναξε τον Διονύση, μου τον σύστησε ως βοηθό του και του λέει:

«Ο Κώστας είναι φοιτητής σπουδάζει οικονομικά στο πανεπιστήμιο και από τον άλλο μήνα θα δουλεύει μαζί μας, κράτησε τον καμία ώρα, πες του μερικά πράγματα για την δουλειά και δείξτου λίγο το λογιστήριο ξέρεις εσύ».

Με χαιρέτησε και δώσαμε ραντεβού για την επόμενη βδομάδα, που θα ξεκίναγα ως νέος υπάλληλος στο λογιστήριο της μεγάλης γνωστής μπισκοτοποιίας, που μεσουρανούσε εκείνη την εποχή στον κόσμο του ελληνικού επιχειρείν.

Ο Διονύσης με πήγε στο γραφείο του, σε μια μικρή γωνία ενός στενόμακρου χώρου γεμάτο μικρά γραφεία στριμωγμένα, που δύσκολα οι περίπου δεκαπέντε υπάλληλοι, οι πιο πολλοί μεγάλης ηλικίας, μπορούσαν να ανασάνουν. Πολλά χαρτιά και κάποια μεγάλα βιβλία σκέπαζαν τον μικρό αυτό χώρο. Ο ήχος από τα πλήκτρα δυο τριών γραφομηχανών και αρκετών αριθμομηχανών καθώς και οι φωνές ενός υπαλλήλου που μιλούσε με κάποιον συνεργάτη του στην επαρχία δημιουργούσαν μια εικόνα χάβρας. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο άμοιρος ο Διονύσης προσπαθούσε να μου πει τι ωραία θα περάσουμε όταν με το καλό έλθω και πόσα ενδιαφέροντα πράγματα θα μάθω!

«Η λογιστική είναι μεγάλη τέχνη νεαρέ .. στο πανεπιστήμιο μαθαίνεται λογιστική;»

«Όχι του απαντώ κοφτά», και μέσα από τα δόντια μου συνεχίζω, «και ούτε σκοπεύω με αυτά που βλέπω δω»….

Είχε ανοίξει ένα μεγάλο κατάστιχο και είχε αρχίσει κανονικά το μάθημα για το ενεργητικό και το παθητικό, για διπλοεγγραφές και άλλες ακαταλαβίστικες ορολογίες.  Έκανα πως τον ακούω αλλά μέσα μου σκεφτόμουν τι θα έλεγα στον θείο μου, που με πολύ κόπο μου είχε βρει αυτή την εργασία για να αποφύγω αυτό το μαρτύριο, έτσι το είχα δει…

Χίλιες φορές να συνεχίσω να  κάνω μεροκάματα στην οικοδομή παρά να περνώ οχτώ ώρες σε αυτό τον μίζερο χώρο. Έβλεπα τα πρόσωπα των μελλοντικών μου συναδέλφων και διέκρινα μια θλίψη. Ο Διονύσης έχει όρεξη για μάθημα αλλά εγώ ήθελα να φύγω. Τον διέκοψα και του είπα ότι πρέπει να φύγω γιατί έπρεπε να πάω στο μάθημα, τον χαιρέτησα και βγήκα έξω στην λεωφόρο . Ανάπνευσα καθαρό αέρα αισθάνθηκα καλύτερα και βάδισα προς την στάση των λεωφορείων.

Κατέβηκα στο τέρμα στην πλατεία Κουμουνδούρου και από εκεί με τα πόδια ανηφόρισα προς τα Προπύλαια για να πάω στην φοιτητική λέσχη, που ήταν στην Ιπποκράτους. Είχα γραφτεί σε ένα τμήμα αρχαρίων για ρωσικά και δυο φορές την βδομάδα ερχόμουν εδώ για την παρακολούθηση των μαθημάτων, πρέπει το σημερινό μάθημα να ήταν το έκτο.  Δεν με είχαν συγκινήσει τα ρωσικά και μάλλον είχα αποφασίσει να τα σταματήσω.

Μπαίνοντας στην είσοδο της λέσχης πέφτω πάνω στον φίλο μου τον Τάσο, φοιτητής του μαθηματικού, που ήταν ένα χρόνο πιο μεγάλος από μένα .

Είχα καιρό να το δω και μου πρότεινε να πιούμε ένα καφέ και να τα πούμε. Δέχθηκα πρόθυμα και έτσι έληξε άδοξα και η προσπάθεια να μάθω την γλώσσα του Λένιν που εκείνη την περίοδο ήταν για την ελληνική σπουδάζουσα νεολαία ο μέγας αστέρας, που φώτιζε και ξεδιψούσε τις νεανικές τους ανησυχίες για την πορεία τους στο οικουμενικό σύμπαν.

Ο Τάσος δούλευε ταυτόχρονα με τις σπουδές του σε μια καινούργια ασφαλιστική εταιρία με ένα βαρύγδουπο όνομα που παρέπεμπε στην μεγάλη υπερδύναμη πέραν του ατλαντικού. Και εκεί που πίναμε τον καφέ μας με ρωτά:

«Δεν θες να δουλέψεις κάπου μόνιμα»;

«Φυσικά» του απαντώ. «Να πριν μισή ώρα με προσέλαβαν στο λογιστήριο μιας μεγάλης εταιρίας μπισκότων και από τον επόμενο μήνα ξεκινάω» και του διηγούμαι τα καθέκαστα.

«Ξέρεις και στην δίκη μου εταιρία ψάχνουν κάποιον υπάλληλο για εξωτερικές εργασίες. Δεν έρχεσαι να σε δει διευθυντής, είναι πολύ καλός άνθρωπος είναι και πατριώτης μας. Είναι πολύ καλή εταιρεία, δουλεύει με αμερικανικά πρότυπα, να φανταστείς δουλεύουμε πενθήμερο.

Αυτός που την έχει είναι ένας νέος άνθρωπος, σπουδαγμένος στο αμερικάνικο πανεπιστήμιο της Βηρυτού, είναι πολύ έξυπνος και κάνει φοβερά πράγματα».

Η πρόταση του Τάσου ήταν για μένα μάνα εξ ουρανού.  Εκείνο το μίζερο σκηνικό στο λογιστήριο, στα μπισκότα, δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία μου.

Του απαντώ αμέσως:

«Θα έλθω σε σας, κλείσε μου ραντεβού με τον πατριώτης μας τον Διευθυντή και θα δω πως θα ξεμπερδέψω με το θείο τον Μήτσο, τον ξέρεις Τάσο, είναι και ξάδελφος της μάνας σου, προσπάθησε πολύ ο άνθρωπος να μου βρει αυτή την δουλειά στο λογιστήριο».

«Τον μπάρμπα Μήτσο δεν ξέρω, τι μου λες τώρα; Πόσους και πόσους πατριώτες μας και αν έχει βοηθήσει, ας είναι καλά ο άνθρωπος» ..

Την επόμενη μέρα στις ένδεκα βρισκόμουν στον ενδέκατο όροφο, που ήταν και ο τελευταίος, ενός μοντέρνου κτιρίου στην Λεωφόρο Συγγρού. Εντυπωσιάστηκα και από την εξωτερική όψη του κτιρίου, αλλά και εσωτερικά, η όλη σχεδίαση και διακόσμηση παρέπεμπε σε μια μοντέρνα εταιρία, που σε προκαλούσε να πας μαζί της, να γίνεις μέλος της!

Μπαίνοντας μάλιστα στο γραφείο του γενικού διευθυντή διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών όπως έγραφε η ταμπελίτσα στη πόρτα έμεινα άφωνος από την θέα. Έβλεπες την Ακρόπολη και τον λόφο της Πνύκας τόσο καθαρά που νόμιζες ότι ήσουν εκεί, ήταν το υψηλότερο κτίριο στην Συγγρού και η θέα ήταν, έτσι και αλλιώς, καταπληκτική προς όλα τα σημεία του ορίζοντος.

Η επίπλωση του άνετου γωνιακού γραφείου ήταν απλή αλλά πολύ ευχάριστη και η διακόσμηση των τοίχων με δυο πίνακες προσέδιδαν μια αυστηρότητα που δεν τρόμαζε όμως τον επισκέπτη.

Ο κύριος Βασίλης σηκώθηκε από την καρέκλα του με χαιρέτησε εγκάρδια και μου είπε να καθίσω σε ένα στρογγυλό τραπέζι, που ήταν στην άλλη άκρη από το δικό του.  Φώναξε την γραμματέα του και με ρώτησε αν θέλω κάτι, έχουμε καφέ, αναψυκτικά μου πρότεινε.

Απάντησα ότι δεν θέλω κάτι αν και θα ήθελα νερό γιατί σαρανταπέντε λεπτά ποδαρόδρομο από το Σύνταγμα μέχρι σχεδόν στο τέλος της Συγγρού είχαν φέρει μια σχετική δίψα.

«Α..δεν γίνεται μου λέει κάτι θα πάρεις»..

«Εντάξει, λίγο νερό θα το ήθελα» .

«Συμπατριώτης δεν είσαι; Έτσι μου έχει πει ο Τάσος. Αν είσαι και τόσο καλό παιδί σαν τον Τάσο δεν χρειάζονται άλλες συστάσεις προσλαμβάνεσαι αμέσως», μου λέει χαμογελώντας.

Ο κύριος Βασίλης, πρέπει να ήταν γύρω στα σαρανταπέντε, μετρίου αναστήματος, με περιποιημένο μουστάκι, που συνήθως τρέφουν οι Ρουμελιώτες, πρόσωπο που έδειχνε καλοσυνάτο άνθρωπο και γενικά μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, που συνδυάζει αρμονικά σοβαρότητα και αυστηρότητα.

Όσο μου μιλούσε και με ρωτούσε διάφορ τόσο περισσότερο τον συμπαθούσα τον κύριο Βασίλη, βασικά μου ενέπνεε μια εμπιστοσύνη, που δεν την είχα εισπράξει στο χθεσινό ραντεβού με τον διευθυντή του λογιστηρίου.

Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και προβάλει ένας νέος, όχι περισσότερο από τριανταπέντε, με ωραία χαρακτηριστικά, ψηλόλιγνος με γυαλιά μυωπίας, που με μια χαρακτηριστική φωνή επιβλητική μεν, χωρίς όμως στόμφο, να χαιρετά και να ζητά από τον κύριο Βασίλη, όταν τελειώσει να πάει στο γραφείο του, για να του γνωρίσει έναν καινούργιο συνεργάτη, που θα δουλεύει, όπως του είπε, στην Θεσσαλονίκη .

Γυρνώντας προς το μέρος μου ρωτά:

«Ο νεαρός;»

«Είναι ο Κώστας και είναι φοιτητής, σπουδάζει οικονομικά στο πανεπιστήμιο και ψάχνει για δουλειά. Είναι φίλος του Τάσου που έχουμε στις ομαδικές ασφαλίσεις, αυτός μας τον σύστησε. Εμείς ψάχνουμε, όπως ξέρεις, έναν νεαρό για εξωτερικές εργασίες στο τμήμα της διεκπεραίωσης».

«Ωραία, σπουδάζεις οικονομικά, ελπίζω μαθήματα μάρκετινγκ να έχετε στη σχολή σου»; με ρωτά.

«Όχι», του απαντώ.

-Άκου νεαρέ, πρέπει να βρεις τρόπο να διαβάσεις για το μάρκετινγκ και τις πωλήσεις, χωρίς τα εφόδια αυτά δύσκολα θα κανείς καριέρα σε οποιοδήποτε τομέα και αν ασχοληθείς.

«Τώρα εδώ με τον κύριο Βασίλη ξέρεις τι κανείς»;

«προσπαθείς να πουλήσεις τις γνώσεις σου και τα όποια προσόντα έχεις και να μας πείσεις ότι θα πρέπει να διαλέξουμε εσένα γι αυτή την θέση και ο κύριος Βασίλης αντίστοιχα προσπαθεί να πουλήσει αυτή τη θέση ότι είναι πολύ σημαντική, που αξίζει για σένα να την αποδεχθείς»;

«Κατάλαβες τι είναι το μάρκετινγκ και οι πωλήσεις;» μου λέει και με κοιτάζει στα μάτια , «πως είναι το όνομα σου και από που είσαι»;

«Είμαι από την Φωκίδα, Στερεά Ελλάδα, και είμαι ο Κώστας του απαντώ πολύ θαρρετά».

«Ρε Βασίλη και άλλον πατριώτη σου θα μας φέρεις;»

«Ε τι να κάνουμε Δημήτρη, αφού όλοι οι καλοί είναι πάνω από το αυλάκι»! Του απαντά χαμογελώντας.

Αφού με χαιρέτησε με χειραψία και μου ευχήθηκε ότι θα χαρεί να με ξαναδεί έφυγε, ο άγνωστος σε μένα, Δημήτρης.

«Ξέρεις ποιος ήταν αυτός»; με ρωτά ο κύριος Βασίλης.

«Όχι» του απαντώ.

«Είναι το μεγάλο αφεντικό, νέος όπως είδες, αλλά πολύ έμπειρος στα ασφαλιστικά, έξυπνος, δραστήριος, σύντομα θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες επιχειρηματίες. Αν έλθεις μαζί μας θα το καταλάβεις και μόνος σου».

«Τι εννοείται, αν έλθω μαζί σας; Εσείς θα αποφασίστε γιαυτό» ήταν η απάντηση μου, βλέπετε είχε λυθεί η γλώσσα μου και μπορούσα να επιστρατεύσω και χιούμορ σε μια τέτοια συζήτηση.

«Μάλλον δεν πήρες το μάθημα σου», απάντησε χαμογελώντας ο κύριος Βασίλης και συνέχισε, «πρέπει να μάθεις να πουλάς τον εαυτό σου νεαρέ, δεν άκουσες τι είπε το αφεντικό!!»

«Ξεκινάμε λοιπόν την άλλη βδομάδα, την Δευτέρα να είσαι εδώ στον έβδομο όροφο θα πας και θα βρεις τον Γιώργο που θα είναι ο προϊστάμενος σου, θα τον έχω ενημερώσει εγώ».

Ετοιμαζόμουν να χαιρετήσω και να φύγω και ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας καλογυμνασμένος κύριος γύρω στα σαράντα που είχε τον σωματότυπο δισκοβόλου και με στομφώδη φωνή λέει:

«Βασίλη πάμε στο γραφείο του Δημήτρη, μας περιμένει να γνωρίσουμε τον νέο μας συνεργάτη  από την Θεσσαλονίκη».

«Πάμε Παύλο, μόλις τελείωσα με τον Κώστα να σου τον γνωρίσω. Θα είναι ο καινούργιος που πήραμε για την  διεκπεραίωση, είναι φοιτητής». Γυρνώντας σε μένα μου λέει:

«Ο κύριος Παύλος είναι ο διευθυντής πωλήσεων της εταιρίας μας, είναι ο μεγαλύτερος πωλητής του κόσμου!»

«Νεαρέ είσαι τυχερός! Έρχεσαι στην μεγαλύτερη εταιρία και διπλά τυχερός, που ξεκινάς από αυτήν την θέση. Ξεκινάς από την βάση, θα μάθεις πολλά και έτσι, αν το θες βέβαια μπορείς να ανέβεις και στη κορυφή μια μέρα, σκληρή δουλειά χρειάζεται και να έχεις στόχους. Εγώ μικρός για να ζήσω έκανα τον μικροπωλητή, η ζωή θέλει αγώνα νεαρέ μου..»

καλώς ήλθες φίλε μου!!»

Βαδίζοντας στον διάδρομο για να φθάσω στο ασανσέρ παρατηρούσα αριστερά και δεξιά τα ωραία γραφεία με τις ωραίες νεανικές παρουσίες,  υπήρχε μια ζωντάνια που πραγματικά με μάγεψε.

Κατέβηκα στην Συγγρού και πέρασα στην απέναντι πλευρά για να πάρω το λεωφορείο για να γυρίσω στο Σύνταγμα. Ήμουν τόσο χαρούμενος, που τελικά συνέχισα με τα πόδια, ήθελα περπατώντας να σκεφθώ και να καταλάβω ποσό τυχερός ήμουν. Δεν είναι λίγο πράγμα να πηγαίνεις σε μια εταιρία, που είχε αρχίσει να κτίζει τον μύθο της, για μια θέση κλητήρα, και να συναντάς τόσο σημαντικούς ανθρώπους και μάλιστα από την πρώτη στιγμή να παίρνεις τόσο σημαντικά μαθήματα ..  Περπατούσα μαγεμένος και σκεφτόμουν αυτά, που μου είπε εκείνος ο ψηλόλιγνος νέος με τα μυωπικά γυαλιά, για το μάρκετινγκ και τις πωλήσεις, πρώτη φορά άκουγα αυτούς τους όρους. Χωρίς καλά-καλά να καταλάβω είχα φθάσει στον Άγιο Σωστή και αυθόρμητα μπήκα στην εκκλησία. Άναψα ένα κερί και κάθισα σε ένα στασίδι και ένα συναίσθημα άρχισε να με κατακλύζει που έμοιαζε σαν μια απέραντη αγαλλίαση. Καλός οιωνός σκέφθηκα και βγήκα στον δρόμο και συνέχισα ακάθεκτος προς το Σύνταγμα……

συνεχίζεται…… 




 


.